- εμφάνεια
- η (AM ἐμφάνεια, Μ και ἐμφανία)η ιδιότητα τού εμφανούς, το να είναι κάτι εμφανέςαρχ.-μσν.1. εμφάνιση, φανέρωση2. εμφάνιση, μορφήμσν.1. απόδειξη2. (νομ.) δημοσίευση, γνωστοποίηση3. «ἐμφάνεια θεοῡ πρὸς ἀνθρώπους» (Θεόδοτ.)η θεοφάνεια, η επιφάνεια, η εμφάνιση τού θεού στους ανθρώπους.
Dictionary of Greek. 2013.